Μαρτυρία περί των παθών

Άγνωστες πτυχές των παθών
7-4-2010

ΙΩΑΝΝΗΣ εκ Πάτμου ως Ευαγγελιστής: Χαιρετώ αδερφοί μου και εύχομαι η Ανάστασις του Κυρίου να φέρει ανάσταση στο πνεύμα, την ψυχή και την καρδιά σας. 
Χαίρομαι που για άλλη μια φορά βρίσκομαι εν μέσω υμών για να μπορέσω να δώσω τα φώτα μου και να δώσω κάποιες πτυχές της Εβδομάδος των Παθών, αλλά και της αναστάσεως του Κύριου Ημών Ιησού Χριστού, της αναστάσεως Του, της πνευματικής, εκ νεκρών και της ολικής νίκης και επικράτησης Του ως ένας και μοναδικός Συνάναρχος Θεός, Υιός του Πατρός Κυρίου, Κυρίαρχου, Δημιουργού απάντων.

Βρισκόμασταν εις το όρος της οδύνης εκείνο το βράδυ το μουντό από πάσης άποψης, όταν εισέβαλε φρουρά των αρχιερέων των Ιουδαίων, μαζί μετά του αδερφού μας Ιούδα, ο οποίος παρέδωσε τον Κύριο, Διδάσκαλο, Πατέρα και Θεό μας στα νύχια των σκοτεινών δυνάμεων οι οποίες εκείνη την εποχή εκπροσωπούνταν από το αρχιερατείο. τον παρέδωσε με ένα φιλί στο μάγουλο. Προσπαθήσαμε οι λοιποί μαθητές να αντιδράσουμε, όμως
άοπλοι και ημι-άγρυπνοι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, αλλά και δεν έπρεπε να κάνουμε τίποτα, διότι έπρεπε να ακολουθούμε πιστά τις οδηγίες του Διδασκάλου μας, οι οποίες έλεγαν να γυρίζουμε και το άλλο μάγουλο σε όποιον μας ραπίζει. Και Τον αλυσόδεσαν ως να ‘ναι ένα ζώο και Τον έσυραν και Τον κλώτσησαν και Τον χτύπησαν και Εκείνος ως αμνός έτοιμος προς σφαγή δεν αντέδρασε. Υπέμεινε και τους χλευασμούς και τα ραπίσματα και τον διασυρμό, ώσπου οδηγήθηκε στους αρχιερείς οι οποίοι είχαν στήσει πρόχειρα ένα ειδικό, όπως ονόμαζαν, δικαστήριο για Εκείνον ο οποίος βλασφημούσε τους Μωσαϊκούς νόμους και την θρησκεία των Ιουδαίων εκείνης της εποχής.
Να φανταστείτε ότι δεν κλήθηκαν όλοι οι αρχιερείς, η απαρτία εννοώ, αλλά η αφρόκρεμα, εκείνοι οι οποίοι είχαν προαποφασίσει την καταδίκη του Κυρίου και τον έσυραν μες στην αίθουσα με χτυπήματα και με συρμούς και οι ιεράρχες καθόταν ανενόχλητοι γελώντας και χλευάζοντας και κατονομάζοντας τον Ιησού: Ναζωραίο ψευδοπροφήτη και υιό του Σατανά και τον προκαλούσαν να υπερασπιστεί τον εαυτό Του, βάζοντας μάρτυρες πληρωμένους να καταφερθούν στον Ιησού και να πουν πράγματα τα οποία ουδέποτε είπε και ουδέποτε έπραξε.
Όσοι προσεπάθησαν εκ του ιερατείου να τον υπερασπιστούν, απομακρύνθηκαν βιαίως ή απειλήθηκαν απ’ τους ανωτέρους αυτών και σιώπησαν. Η φρουρά, οι οποία είχε κάθε δικαίωμα, δοθέν εκ του Καϊάφα και του Άννα και των λοιπών, συνέχισαν να ραπίζουν, να σύρουν και να ρίχνουν εις το πάτωμα τον άνθρωπο Ιησού, φτύνοντας Τον και χλευάζοντας Τον.
Τότε όταν ερωτήθηκε αν είναι ο υιός του θεού απάντησε:         «Συ είπας, εγώ είμαι ο υιός του ανθρώπου και ήρθα για να ομολογήσω την αλήθεια και να βοηθήσω τους αδερφούς μας να εξέλθουν εκ τους σκότους που έχουν περιέλθει από τα ψεύδη των διαφόρων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την πίστη των και αντί να τους βοηθούν, τους οδηγούν εις τον όλεθρον και το μίσος». Τότε βιαίως οδηγήθηκε προς φυλάκιση και ζητήθηκε ακρόαση από τον Πόντιο Πιλάτο και του ζητήθηκε η καταδίκη του Ιησού.
Εμείς ως μαθητές προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι είχε γίνει και προσπαθούσαμε να λάβουμε πληροφορίες από το πλήθος, το οποίο είχε μαζευτεί, από κατηγόρους αλλά και οπαδούς του Κυρίου και Θεού μας. Όμως η είσοδος δεν επετράπη σε κανέναν μας και τότε εκεί έξω καθόμουν μαζί με την Μητέρα Αυτού η οποία έκλεγε και προσπαθούσε παρηγορώντας τον πόνο της, να παρηγορήσει και εμάς. Ως πρόβατα μείναμε χωρίς ποιμένα έξω στα δόντια του λύκου και των αγριμιών. Μάθαμε την καταδίκη την τελική του Κυρίου και Θεού μας. Ακούσαμε την ποινή και τα φρικτά βασανιστήρια τα οποία υπέστη και άνθρωπος δεν θα ηδύνατο να αντέξει αυτά, αν δεν είχε ψυχή και δύναμη Θεού εντός του.
Οδηγήθηκε το δρόμο του μαρτυρίου μες το αίμα, μες το χλεύας μες την συκοφαντία, μες τα χτυπήματα, τα λιθοβολήματα απ’ το πλήθος, τα μαστιγώματα απ’ τους Ρωμαίους και τις ύβρεις του ιερατείου και των ακολούθων αυτού. Όμως το κορμί του ανθρώπου Ιησού, δεν άντεξε, λύγισε. Του εδόθη κάποιος από το πλήθος να κουβαλήσει τον σταυρό Του, γιατί ο ίδιος δεν μπόρεσε να κουβαλήσει αυτόν.
Οι δυνάμεις Του τον είχαν εγκαταλείψει, όμως κοιτούσε, με ότι όραση του είχε απομείνει, το πλήθος και συνέχισε να ευλογεί αυτό, αλλά και να υπομένει με υπομονή τα όσα μαρτύρια του έδιδαν. Όταν έφτασε εις τον τόπο της σταυρώσεως ξανά σύρθηκε από τα χέρια, ως ζώον, καρφώθηκε επί του ξύλου και στα χέρια και στα πόδια. Τον σήκωσαν ανάμεσα σε δυο άλλους σταυρούς, όμως σώμα, δέρμα δεν φαινόταν από το αίμα που έρεε ως ποτάμι, από κάθε πτυχή του κορμιού του και εμείς από κάτω να κλαίμε, διότι ασχέτως του ότι γνωρίζαμε ότι ήταν ο Υιός του θεού και Θεός μας, βλέπαμε έναν άνθρωπο ως αρνί κρεμασμένο απ’ το τσιγκέλι να κατασπαράζεται και να πονάει και να υποφέρει και να μην του δίνουν ούτε λίγο νερό, μια μικρή σταγόνα να βρέξει τα χείλη του και λιποθυμούσε από τον πόνο και από το αίμα το οποίο έχανε και προσπαθούσε να φανεί αντάξιος των περιστάσεων και να μην δείξει πόνο και οδύνη, αλλά προσπαθούσε ακόμα και στον σταυρό του μαρτυρίου, ακόμα και μες τον πόνο Του, να παρηγορήσει τη Μητέρα Αυτού, αλλά και εμάς που ακολουθούσαμε Αυτήν και βλέπαμε από κάτω το κορμί Του να ξεψυχάει από στιγμή σε στιγμή.
Παρέδωσε το πνεύμα Του και τότε οι Ουρανοί σκοτείνιασαν και ο ήλιος εχάθη και αγέρας δυνατός άρχισε να φυσάει επάνω στο λόφο αλλά και σ’ όλη την πόλη και τα σύννεφα άρχισαν να αστράφτουν και βροντές και κεραυνοί και σημεία γινόταν και σεισμός και χαλάζι. Μόνο πυρ δεν έπεφτε και όλα σειόταν και πέφταν και κουνιόταν και ο φόβος κατέβαλε τους πάντες και τότε οι Ρωμαίοι άρον-άρον έσπασαν τα πόδια των δυο ληστών και κάρφωσαν με λόγχη τα πλευρά του Κυρίου για να σιγουρευτούν ότι είχε πεθάνει και εγκατέλειψαν όλοι αυτοί τον λόφο και οι αρχιερείς παρά τον φόβο που τους κατέβαλε άρχισαν και φώναζαν: «Μην τον εγκαταλείπετε, μην τον αφήνετε μόνο, διότι θα πάρουν το σώμα του και θα πουν ότι ανήλθε στον Ουρανό» και φώναζαν και απειλούσαν Θεούς και δαίμονες, να μην εγκαταλείψει η φρουρά.
Η πόλη σείστηκε, τα σημεία έγιναν και ο κόσμος, ο περισσότερος άρχισε να φοβάται και πολλοί από αυτούς να πιστεύουν. Και άρχισαν ακόμα και τότε οι Φαρισαίοι, κατ’ όνομα και κατ’ ιδιότητα, να αμφιβάλλουν για τα όσα επίστευαν και αναρωτιόταν βλέποντας το καταπέτασμα του ναού διαιρεμένο εις τα δυο, αλλά και τμήματα του ναού τους να έχουν ριχθεί, αν όντως ήταν προφήτης και αν μήπως έστειλαν έναν αθώο εις τη σφαγήν.
Ακολούθησαν μέρες τρεις απ’ την ταφή Του και τότε ήρθε σε εμάς, οι οποίοι ήμασταν μαζεμένοι και φοβισμένοι και άνευ ποιμένα, το μήνυμα της Αναστάσεώς Του εκ νεκρών και όλοι χαρήκαμε και όλοι γελάσαμε και η ψυχή μας αγαλλίασε και πάψαμε να φοβόμαστε και αρχίσαμε ξανά να ελπίζουμε και η ελπίδα αυτή ήταν η Ανάσταση αλλά και η αίσθηση που είχαμε, αλλά και το μήνυμα που μας μετέδωσε ο Π.Κ. προ της Αναστάσεως Αυτού, αλλά και κατά τη διάρκεια της αναστάσεως Αυτού, για να Τον αναμένουμε και πάλι με δόξα και τιμή για να μας καθοδηγήσει και να μας οδηγήσει με τη σειρά μας να ακολουθήσουμε κι εμείς την πορεία της διδασκαλίας, αλλά και την πορεία των παθών μας, του θανάτου μας, αλλά και της δικής μας Πνευματικής Αναστάσεως.
Αδέρφια μου η Ανάστασις του Κυρίου να σας δώσει τη δύναμη και το κουράγιο να διδάξετε κι εσείς πάντα τα έθνη. Να πορευτείτε κι εσείς το δρόμο των δικών σας παθών, αλλά μετά να επέλθει και η δική σας ανάσταση, για την οποία προορίζεστε όλοι σας. Να είστε ευλογημένοι. Χριστός Ανέστη. - Ιωάννης ο ευαγγελιστής. Παραχωρώ τη θέση μου.

No comments:

Post a Comment